- συνέμπορος
- συνέμποροςfellow-travellermasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνέμπορος — ὁ, ἡ, Α 1. συνοδοιπόρος, συνταξιδιώτης 2. μτφ. α) καθετί που συνοδεύει κάτι άλλο και είναι συνδεδεμένο με αυτό («λύπη δ ἄμισθος ἐστί σοι ξυνέμπορος», Αισχύλ.) β) αυτός που μετέχει σε κάτι («θεὸν... τὸν ξυνέμπορον τῆσδε τῆς χορείας», Αριστοφ.).… … Dictionary of Greek
ξυνέμπορος — συνέμπορος , συνέμπορος fellow traveller masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεμπόρου — συνέμπορος fellow traveller masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεμπόρους — συνέμπορος fellow traveller masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεμπόρων — συνέμπορος fellow traveller masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεμπόρῳ — συνέμπορος fellow traveller masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέμποροι — συνέμπορος fellow traveller masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέμπορον — συνέμπορος fellow traveller masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… … Dictionary of Greek
συνεμπορία — ἡ, Μ [συνέμπορος] συνοδοιπορία … Dictionary of Greek